- ινδιάνικος
- -η, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ινδιάνους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ινδιάνικος — η, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Ινδιάνους ή προέρχεται από αυτούς. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ινδιάνικα η γλώσσα των Ινδιάνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Μανάγκουα — (Managua). Πόλη (864.201 κάτ. το 1995), πρωτεύουσα της Νικαράγουα και του ομώνυμου νομού (3.672 τ. χλμ., 1.093.760 κάτ.. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χώρας, επί της λίμνης Μανάγκουα (1.010 τ. χλμ.), στους πρόποδες ψηλών βουνών ηφαιστειακής… … Dictionary of Greek
Τοτονάκοι — Αρχαίος ινδιάνικος λαός της πολιτείας Βερακρούζ του Μεξικού. Ως προς τον πολιτισμό και τη γλώσσα οι Τ. συγγενεύουν με τους Χουατζέκους και τους Ολμέκους. Ήδη πριν από την ισπανική κατάκτηση υπέστησαν την επίδραση και υποτάχθηκαν στις… … Dictionary of Greek